-
1 κατακοπή
κατα-κοπή, ἡ,A cutting back, pruning,δένδρων Thphr.CP2.12.6
(pl.); cutting in pieces,πρὸς κατακοπὴν ἱερεῖα Theopomp.Hist.283a
; τραύματα καὶ κ. Artem.1.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακοπή
-
2 καταδέω
A bind on or to, bind fast, πρυμνήσια, ἱστόν, Il.1.436 (tm.), Od.2.425 (tm.);ἵππους μὲν κατέδησαν.. ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ Il.10.567
;ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν 8.434
;ἐμὲ μὲν κατέδησαν.. ἐνὶ νηΐ Od.14.345
;κ. λάρνακας Hdt.3.123
:—[voice] Pass.,καταδεδεμένος τοὺς ὀφθαλμούς Hdt.2.122
; (lyr.) (soμανίη καταδεῖ τινα Hermesian.7.85
);καταδεῖται ψυχὴ ὑπὸ σώματος Pl. Phd. 83d
;γλῶττα -δεδεμένη Arist.HA 492b32
:—[voice] Med., bind to oneself,ἀγχόνιον βρόχον κατεδήσατο E.Hel. 687
(lyr.);σπόγγους περὶ τὰ ὦτα Arist.Pr. 960b15
: metaph., ἀριθμῷ καταδήσασθαι tie up for oneself in lots, D.H.Rh.11.3;καταδησαμένη τινὰ ὁρκίοις Parth.12.3
.b κ. τι ἀπό or ἔκ τινος, metaph., establish securely, τὴν διὰ πάντων διήκουσαν ὠφέλειαν ἀπὸ [ τοῦ συλλογισμοῦ] Procl.in Alc.p.252 C., cf. Simp. in de An.15.34.3 put in bonds, imprison, Hdt.3.143, Th.8.15, Pl.Ti. 70e, etc.; κ. τὴν ἐπὶ θανάτῳ (sc. δέσιν) Hdt.5.72.III bind by spells, enchant (with [tense] fut.- δήσομαι Theoc.2.3
), Din.Fr.6.7 ([voice] Pass.), SIG1175.2 (iv/iii B.C.), etc.;κ. τὸ ἐργαστήριόν τινος Tab.Defix.71.2
(iii B.C.);κ. τινὰ γλῶτταν καὶ ψυχὴν καὶ λόγον Tab.Defix.Aud.49.1
(iv/iii B. C.); γοητεῦσαι καὶ κ., of Cleopatra, D.C.50.5:—[voice] Pass., Tab.Defix.107a2, Clearch.38, Plu.2.378f; cf. καταδηνύω, καταδίδημι.------------------------------------καταδέω (B),A lack, need, c. gen., esp. of numbers, ἡ [ ὁδὸς] καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων [ὡς]μὴ εἶναι πεντακοσίων Hdt.2.7
;πυραμίδα.. εἴκοσι ποδῶν καταδέουσαν τριῶν πλέθρων
wanting20
feet of 3 plethra, ib. 134;ἕνδεκα μυριάδες ἦσαν, μιῆς Χιλιάδος.. καταδέουσαι Id.9.30
, cf. 70; [ τὸ ναυτικὸν] δύο νεῶν κατέδεε ἐς τὸν ἀριθμόν there was a lack of two ships, 8.82 (unless κατέδεε be impersonal).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδέω
-
3 θεραπεύω
A- εύσω Th.2.51
, etc.:—[voice] Med., [tense] fut. : [tense] aor.ἐθεραπευσάμην Nicostr.
ap. Stob.4.23.65 codd., Gal.11.295:—[voice] Pass., [tense] fut.- ευθήσομαι Id.10.617
: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense, Antipho4.2.4, Pl.Alc.1.135e: [tense] aor.ἐθεραπεύθην Id.Chrm. 157b
, etc.:—to be an attendant, do service, once in Hom., Od. 13.265:—[voice] Med., h.Ap. 390.II do service to the gods, ἀθανάτους, θεοὺς θ., Hes.Op. 135, Hdt.2.37, X.Mem.1.4.13, etc.;δαίμονα Pi.P.3.109
; Διόνυσον, Μούσας, E.Ba.82 (lyr.), IT 1105(lyr.); θ. Φοίβου ναούς serve them, Id. Ion 111 (anap.): abs., worship, Lys.6.51; do service or honour to one's parents, E. Ion 183 (lyr.), Pl.R. 467a, Men. 91a; serve, wait upon a master, Id.Euthphr. 13d, cf. Ar.Eq.59, 1261, etc.; θ. τὰς θήκας reverence men's graves, Pl.R. 469a.2 in Prose, pay court to, [ τινα] Hdt.3.80, etc.; in bad sense, flatter, wheedle, Th.3.12; θ. τὸ πλῆθος, τοὺς πολλούς, Id.1.9, Plu.Per.34; conciliate,τινὰ χρημάτων δόσει Th.1.137
, cf. Hdn.2.2.8; τὸ θεραπεῦον,= οἱ θεραπεύοντες, Th.3.39; θ. γυναῖκα pay her attention, X.Cyr.5.1.18; also τὰς θύρας τινὸς θ. wait at a man's door, ib.8.1.6;αὐλὰς θ. καὶ σατράπας Men.897
; αὐλὰς βασιλικὰς θ. D.L.9.63.3 of things, consult, attend to,τὸ ξυμφέρον Th.3.56
; ἡδονὴν θ. indulge one's love of pleasure, X.Cyr.5.5.41; θ. τὸ παρόν look to, provide for the present, S.Ph. 149(anap.);τὸ ναυτικόν Th.2.65
;τὴν ἄνοιξιν τῶν πυλῶν Id.4.67
;θ. τοὺς καιρούς D.18.307
: c. inf., take care that.., θ. τὸ μὴ θορυβεῖν, μὴ λείπεσθαι, Th.6.61,7.70;θ. ὅπως πολιτεύσουσι Id.1.19
; θ. ὡς .. Longus 4.1.4 θ. τὸ σῶμα take care of one's person, Pl.Grg. 513d;θ. αὑτούς Plu.Eum.9
;θ. τὰς τρίχας Longus4.4
; μύροις χαίτην θ. Archestr. Fr.62.3;θ. τοὺς πόδας LXX 2 Ki.19.24
: c. acc. et inf.,θ. κόμην φαίνεσθαι λιπαράν Plu.Lyc.22
.6 θ. ἡμέρην observe a day, keep it as a feast, Hdt.3.79;ἱερὰ -όμενα Th.4.98
.7 treat medically, Hp.VM9, Th.2.47,51;τοὺς τετρωμένους X.Cyr.3.2.12
;τραύματα Phld.Piet.89
;μὴ θεραπεύειν βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως Hp.Aph.6.38
; ;θ. νόσημα Isoc.19.28
;σώματα -όμενα Pl.Lg. 684c
; : abs.,οἱ θεραπεύοντες Phld.Ir.p.29
W.: metaph.,ὁ κοινὸς ἰατρός σε θεραπεύσει χρόνος Philippid.32
;λύπην.. οἶδε θεραπεύειν λόγος Men.591
;τὰ πονοῦντα μέρη τῆς νεώς D.S.4.41
; τὰς ὑποψίας allayed, Plu.Luc.22;ὑπόνοιαν Phlp.
in de An.408.3; δυστυχίαν assuage it, Luc.Ind.6.10 prepare, dress, food or drugs, Archestr.Fr.13.4, al., Dsc.2.76 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεύω
-
4 ἐπιδέω
A bind, fasten on, :— [voice] Med., ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι have crests fastened on.., Hdt. 1.171: for Od.21.391, v. πεδάω.II. bind up, bandage, Hp.VC13, Fract.21, Art.14:—[voice] Pass., ἐπιδεδεμένος τραύματα with one's wounds bound up, X.Cyr.5.2.32, al.; ἐπιδεδεμένοι ἀντικνήμιον, χεῖρα, ib.2.3.19.------------------------------------A want or lack of a number, τετρακοσίας μυριάδας.. ἐπιδεούσας ἑπτὰ χιλιάδων Hdt.7.28
: generally, to be in need of, Ocell.1.8; τῆς τέχνης ἂν μόνον ἐπιδέοι would need nothing ffurther but his skill, Pl.Lg. 709d: impers.,ἐὰν δὲ καὶ ἄλλης ἐπιδέῃ βοηθείας D.H.6.63
.II. [voice] Med., to be in want of,τινός Hdt.1.32
, Pl.Smp. 204a, X.Smp.8.16, etc.; ἀρχὴν τριάκοντα ἐπιδεομένην ἡμερῶν lacking thirty days of its expiry, Pl.Lg. 766c.2. request, PMag.Lond. 121.546. -
5 ὕφαλος
A under the sea, ἔρεβος ὕ. the darkness of the deep, S.Ant. 589 (lyr.);ὕ. πέτραι AP11.390
(Lucill.), cf. Ael.NA14.28, Jul.Or.1.41a; μὴ περὶ τὴν ὕφαλον (without πέτραν)ῥαγῇ τὸ σκάφος Lib.Ep. 308
, cf. Id.Or.62.32;νῆσος Luc.DMar.10.1
; τὸ ὕ. (sc. ἔδαφος), Str.1.3.5; τὰ ὕ. τῆς νεώς the parts under water, opp. τὰ ἔξαλα, Luc.JTr.47; ὕ. πληγή, τραύματα, damages to a ship under water, Plb.16.3.2, 16.4.12.2 metaph., secret, crafty, of men, EM 785.44;ὑ. ἡλικία καὶ μνησίκακος Gal.19.489
.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
ύπουλος — η, ο / ὕπουλος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που κάτω από την φαινομενική καλωσύνη ή υγεία κρύβει κακό ή κακά (α. «ύπουλη νόσος» β. «οἰδεῑ καὶ ὕπουλός ἐστιν ἡ πόλις», Πλούτ. γ. «κάλλος κακῶν ὕπουλον», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) κρυψίνους, δόλιος, υποκριτικός (α.… … Dictionary of Greek
καταρράκτης — I (Γεωλ.). Πτώση, μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης, της υδάτινης μάζας ενός ποταμού ή χειμάρρου στα σημεία εκείνα της διαδρομής του όπου υπάρχει αισθητά απότομη υψομετρική διαφορά στην κοίτη. Ο σχηματισμός ενός κ. οφείλεται σε πολλαπλές αιτίες.… … Dictionary of Greek
βάλσαμο — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται μερικά υγρά που εκκρίνονται από ειδικά φυτά, μόνα τους ή με χάραγμα. Πρόκειται γενικά για διαλυμένες ρητίνες ή ομογενοποιημένες σε αιθέρια έλαια που περιέχουν βενζοϊκό ή κιναμωμικό οξύ. Σχεδόν όλα τα β. έχουν την … Dictionary of Greek
BELISARIUS — Iustiniani Imperatoris Dux, Graecus; Persas sub Mithridate Rege in Oriente vicit, Vandalos in Africa, ductô in triumpho Gilismere, sicque Africam a 170. an. ab Imperio revulsam, ei iterum adiunxit. Gotthos in Italia, captô Vitige Rege eôque cum… … Hofmann J. Lexicon universale
χελώνες — (χελώνια). Τάξη ερπετών των μεσοτροπικών κυρίως περιοχών. Ολόκληρο το σώμα τους καλύπτεται από το όστρακο, έναν άκαμπτο θώρακα, που αποτελείται από πολυγωνικές οστέινες πλάκες σκεπασμένες με κεράτινες φολίδες, από το οποίο βγαίνουν μόνο το κεφάλι … Dictionary of Greek
Χουδάλης, Ιωάννης — (1783 – 1866). Κρητικός οπλαρχηγός. Πολύ νέος πήγε στην Έφεσο της Μικράς Ασίας, όπου εγκαταστάθηκε ως έμπορος. Όταν άρχισε η Επανάσταση, αφού συγκρότησε σώμα αγωνιστών με δικά του χρήματα, κατέβηκε στην Κρήτη και αγωνίστηκε υπό τις διαταγές των… … Dictionary of Greek
καλόσαρκος — η, ο (Μ καλόσαρκος, ο[ν]) νεοελλ. αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του μσν. αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
δυσανακάθαρτος — δυσανακάθαρτος, ον (Α) που δύσκολα ανακαθαίρεται (για τραύματα και έλκη) … Dictionary of Greek
παιδότρωτος — παιδότρωτος, ον (Α) αυτός που πληγώθηκε από τα παιδιά του («πάθεα παιδότρωτα» τραύματα και θάνατος με το χέρι τών τέκνων, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τρωτός (< τιτρώσκω)] … Dictionary of Greek
τραυματολόγος — ο χειρούργος ειδικευμένος στα τραύματα και τους τραυματισμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)